λυσίζωνος

λυσίζωνος
λῡσίζωνος , λυσίζωνος
unequipped
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος …   Dictionary of Greek

  • λυσίζων' — λῡσίζωνα , λυσίζωνος unequipped neut nom/voc/acc pl λῡσίζωνε , λυσίζωνος unequipped masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσίζωνον — λῡσίζωνον , λυσίζωνος unequipped masc/fem acc sg λῡσίζωνον , λυσίζωνος unequipped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λυσιζώνου — λῡσιζώνου , λυσίζωνος unequipped masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσιζώνους — λῡσιζώνους , λυσίζωνος unequipped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσίζωνε — λῡσίζωνε , λυσίζωνος unequipped masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”